- αρμογοκάλυμμα
- και αρμοκάλυμμα, τολεπτή ταινία ξύλου με την οποία καλύπτονται οι αρμοί στα σανιδώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τεχνικής ορολογίας (μουσικής, ζωγραφικής, λογοτεχνίας, ιατρικής). Ο τ. ανάγεται σε θ. αρμογ-, αρμόζω (πρβλ. δωρ. άρμογμαι, άρμοξα, αρμόχθην)].
Dictionary of Greek. 2013.